- ἐγχύμωσις
- ἐγχύμωσις [ῡ], εως, ἡ,A stirring up, enlivening, in pl., Hp.Epid.2.4.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐγχυμώσιος — ἐγχύμωσις stirring up fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγχύμωση — η (AM ἐγχύμωσις) νεοελλ. (ειδ.) το απότομο χύσιμο αίματος έξω από τα αγγεία τού δέρματος εξαιτίας ισχυρής συγκινήσεως (αρχ. μσν.) διανομή τών χυμών σε όλο το σώμα, σφρίγος, ζωηράδα … Dictionary of Greek